Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυριμαχώ — και πυρομαχῶ και πυρμαχῶ, έω, Α [πυριμάχος] αντέχω στη φωτιά … Dictionary of Greek
πυρομαχώ — και πυρμαχῶ, έω, Α βλ. πυριμαχῶ … Dictionary of Greek